περιχυτός

περιχυτός
-ή, -ό, Ν [περιχύνω]
καταβρεγμένος, διαποτισμένος σε όλη του την επιφάνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωτοπερίχυτος — η, ο, Ν φωτόλουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + περιχυτός (πρβλ. ροδο περίχυτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο ημερολόγιο Ποικίλη Στοά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”